-
1 ὑπεισέρχομαι
A enter upon secretly, λαθὸν ὑπεισῆλθεν τὸ γῆρας, v.l. for ὑπῆλθεν, came on me unawares, Pl.Ax. 367b; πάντως ἂν οἶκτος αὐτὸν ὑπεισῆλθε pity would have stolen over him, Lib.Decl.6.38 (v.l. ὑπῆλθε).2 come into one's mind, Luc.Merc.Cond.11.3 enter instead, be substituted, τῶν συμφώνων τούτων, ἃ ὑπεισέρχεται εἰς τὸν τόπον τούτου the consonants which are substituted for it, Dosith. p.385 K.4 enter a body in one's turn,εἰς τοὺς ἐμοὺς ἀνθρώπους PGiss. 40i6
(iii A. D.); succeed to office,βουλευτικὸν φρόντισμα PSI6.684.4
(iv/v A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεισέρχομαι
См. также в других словарях:
υπεισέρχομαι — ὑπεισέρχομαι ΝΜΑ 1. εισέρχομαι κάπου κρυφά, εισδύω επιτήδεια, μπαίνω χωρίς να γίνω αντιληπτός, εισχωρώ απαρατήρητος 2. υποκαθιστώ, αναπληρώνω κάποιον, οικειοποιούμαι τη θέση ή τα δικαιώματά του νεοελλ. μτφ. παρεμβαίνω, παρεμβάλλομαι μσν. αρχ. 1.… … Dictionary of Greek